- εξιδανικευτικός
- -ή, -ό [εξιδανίκευση]αυτός που εξιδανικεύει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξιδανικευτικός — ή, ό επίρρ. ά που εξιδανικεύει, ο κατάλληλος να εξιδανικεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)